Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2010 στο τεύχος 8 του τριμηνιαίoυ κοινωνικοπολιτικού περιοδικού «ΡΕΥΜΑ» . Ο συγγραφέας του άρθρου υπηρέτησε στο Εσπερινό Γυμνάσιο - Λύκειο Λευκωσίας ως απλός καθηγητής, αλλά και ως διευθυντής για 10 και πλέον χρόνια,. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης αυτής υπηρεσίας του είχε την ευκαιρία να δει, να ζήσει, να μάθει και να πάθει πολλά. Μελέτησε, επίσης, κάθε γραπτό ντοκουμέντο που υπάρχει στο σχολείο αυτό, επίσημο ή μη, από το 1970, έτος ιδρύσεως του σχολείου, μέχρι και το 2010, έτος μετακίνησης του από το σχολείο.
Απόσταγμα όλης αυτής της συσσωρευμένης- και εν πολλοίς τραυματικής- εμπειρίας είναι το ακράδαντο συμπέρασμα ότι οι κατά καιρούς ιθύνοντες το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ουδέποτε ασχολήθηκαν σοβαρά και συστηματικά με τον θεσμό των εσπερινών σχολείων. Αντίθετα, θεωρούσαν τα εσπερινά σχολεία σαν τις χωματερές της εκπαίδευσης όπου παραμέριζαν κάθε ενοχλητικό ή προβληματικό μαθητή και εκπαιδευτικό. Ουδέποτε, επίσης, κατανόησαν ή μελέτησαν σε βάθος την αξία και σημασία της διά βίου μάθησης όπως αυτή κατανοείται και εφαρμόζεται στην Ευρώπη.
Σκοπός του άρθρου αυτού, που δημοσιεύτηκε στα πλαίσια ειδικού αφιερώματος του προαναφερθέντος περιοδικού στα εσπερινά σχολεία, είναι να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα και να ευαισθητοποιήσει όσους πρέπει και όπως πρέπει για να εκσυγχρονιστεί από κάθε άποψη, επιτέλους και στην Κύπρο, ο θεσμός των εσπερινών σχολείων.
Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί ότι και στον χρόνο που δημοσιεύτηκε το άρθρο, αλλά και τώρα που γράφεται αυτό το σημείωμα, ο τρόπος λειτουργίας των εσπερινών σχολείων και τα αναλυτικά τους προγράμματα εξακολουθούν να παραμένουν σε απελπιστικά ακατάλληλη κατάσταση.

Collection


Η έκδοση "Εκκλησιαστικά μνημεία του Καραβά" αποτυπώνει, σε συνολικά 32 σελίδες, την πλούσια θρησκευτική παράδοση της κωμόπολης Καραβά. Οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα ξωκλήσια του Καραβά, τα οποία υποδηλώνουν τη θρησκευτική πίστη και ευλάβεια των κατοίκων της κωμόπολης καθώς και τη χριστιανική ταυτότητα των κατεχόμενων περιοχών, ξαναζωντανεύουν μέσα από τις έγχρωμες σελίδες της ολιγοσέλιδης αυτής έκδοσης. Ταυτόχρονα, μαζί με τις ιστορικές πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό, καταγράφεται η σημερινή εικόνα της βίαιης λεηλασίας, καταστροφής και βεβήλωσης που συνεχίζουν να δέχονται τα θρησκευτικά μνημεία του Καραβά.

Collection


Η έκδοση "Καραβάς, τέχνες και τεχνίτες" σε έρευνα και επιμέλεια της Καραβιώτισσας Ελένης Παπαδημητρίου, αποτελεί μια σημαντική ποιοτική πρωτοβουλία του Δήμου Καραβά η οποία έχει στόχο την προβολή και καταγραφή της ιστορίας, του πολιτισμού και των παραδόσεων της κωμόπολης Καραβά πριν το 1974.
Στις 74 συνολικά σελίδες της έκδοσης, περιλαμβάνονται αναφορές στους ανθρώπους/δημιουργούς του Καραβά οι οποίοι άφησαν πίσω τους μια μεγάλη κληρονομιά με το έργο και τα δημιουργήματά τους στους τομείς της ξυλογλυπτικής, αγγειοπλαστικής, αργυροχοΐας, υφαντικής και γενικά της ανάπτυξης της κωμόπολης Καραβά.

Collection


Ντοκυμαντέρ αφιερωμένο στο χωριό Πλατανιστάσα της Πιτσιλιάς με περιγραφική αφήγηση που περιλαμβάνει δημογραφικές πληροφορίες σχετικά με το χωρίο Πλατανιστάσα, την ιστορική του προέλευση, τις διαχρονικές δράσεις της κοινότητας και τις πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες των κατοίκων του. Εκτός όμως από τις ιστορικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές αναφορές σχετικά με την Πλατανιστάσα ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι αναφορές για το Μεταλλείο Μιτσερού το οποίο αποτέλεσε για πολλά χρόνια τη μοναδική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους της Πλατανιστάσας προκειμένου να ανταποκριθούν στις δύσκολες οικονομικές και άλλες συνθήκες της εποχής και που αργότερα στοίχισε τη ζωή σε 75 άνδρες-βιοπαλαιστές οι οποίοι προσβλήθηκαν από Πνευμοκονίαση που προκλήθηκε από την καθημερινή επαφή τους με σιδηροπυρίτη ο οποίος υπήρχε στο Μεταλλείο. Εξίσου σημαντικό στοιχείο του ντοκυμαντέρ είναι η ανεξάντλητη προσφορά του Συνεργατικού Πιστωτικού Ιδρύματος (ΣΠΕ) Πλατανιστάσας το οποίο πρόσφερε, και συνεχίζει να προσφέρει στην κοινότητα μέσα από δράσεις και προγράμματα που αποσκοπούν στην πολιτιστική πρόοδο της Πλατανιστάσας.

Collection


Η Χρυστάλλα Ιωακείμ Γαβριηλίδου γεννήθηκε στο Πισσούρι το 1905 και πέθανε στη Λεμεσό το 2011 σε ηλικία 106 χρόνων. Γόνος εύπορης και αριστοκρατικής οικογένειας (αδελφή του πολύ πλούσιου έμπορου Βλαδίμηρου Ιωακείμ και αδελφότεκνη του πρώτου με ακαδημαïκά προσόντα δασκάλου του χωριού Ιωάννη Ερωτοκρίτου) έτυχε της κατάλληλης αγωγής και φροντίδας και κατάφερε, παρά τα δύσκολα παιδικά της χρόνια (ορφάνεψε από έξι χρόνων), να γίνει η πρώτη δασκάλα που ανέδειξε το Πισσούρι. Γυναίκα με πληθωρική , συγκροτημένη και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με μια ευαισθησία και ευθυκρισία μοναδική, αντιμετώπισε με υπαρξιακό δυναμισμό και φιλοσοφική αυτάρκεια τις φοβερές αντιξοότητες που την βρήκαν στον έγγαμο βίο της και στην ξενιτιά και κατάφερε να μεταποιήσει τον πόνο της σε ρυθμό και τον καημό της σε μέλος, βρίσκοντας διέξοδο σε ένα ποιητικό λυρισμό που μετουσιώθηκε σε μια υπαρξιακά χρωματισμένη ποιητική και συγγραφική παραγωγή και έκφραση, που αποτελεί αριστοτεχνικό κράμα ονειροπόλησης και στοχασμού.

Από τα χειρόγραφα ποιήματα της ξεχώρισαν και διασώζονται τα:

αναφορές στον τύπο Με την Ενωση των εκ Σουδάν Ελλήνων

φωτογραφικό υλικό από:

Collection